- εφετός
- ἐφετός, -ή, -όν (ΑΜ) [εφίημι]αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να επιθυμήσει, επιθυμητός, ποθητός («τοῡ πρώτου ἐραστοῡ καὶ ἐφετοῡ καὶ τελείου», Πλούτ.)μσν.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφετόντο αντικείμενο2. συγχωρητός, επιτρεπόμενοςαρχ.επιγρ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφετόν (ενν. δικαστήριον)δικαστήριο στη Μεγαλόπολη ανάλογο με το δικαστήριο τών εφετών τής αρχαίας Αθήνας.επίρρ...ἐφετῶς (Μ)επιθυμητά, ποθητά.
Dictionary of Greek. 2013.